- αγελαδόπονος
- και γελαδόπονος, οπόνος που παρουσιάζεται στα χείλη, τα σαγόνια ή άλλο μέρος τού προσώπου εκείνου, ο οποίος φυσάει με το στόμα του για να γδάρει σφαγμένη αγελάδα που προσβλήθηκε από χαμοδράκιο πόνος αυτός προκαλεί φλύκταινα (φουσκάλα), που τρέχει πύον και αναδίδει δυσωδία.
Dictionary of Greek. 2013.